στέγνια

στέγνια
η, Ν
βλ.στέγνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στέγνα — και στέγνια και στέγνη, η, Ν [στεγνός] 1. η ιδιότητα τού στεγνού, η απουσία υγρασίας 2. ανομβρία 3. μτφ. ξηρότητα, ανιαρότητα 4. μτφ. έλλειψη μέσων και χρημάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”